παλαιστροφύλαξ

παλαιστροφύλαξ
παλαιστροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
επιμελητής τής παλαίστρας, επιστάτης παλαίστρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίστρα + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλαιστροφύλακι — παλαιστροφύλαξ superintendent of a wrestling school masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”